- σταλάζω
- ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ.γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)2. (αμτβ.) στάζω, πέφτω κάτω, εκρέω σταγόνα σταγόνα (α. «στάλαζε ο ιδρώτας από πάνω του» β. «πᾱσιν δὲ... ἐστάλασσ' ἱδρώς», Ευρ.)νεοελλ.1. μτφ. ενσταλάζω, βάζω βαθμηδόν, σιγά σιγά στον νου ή στην ψυχή κάποιου μια ιδέα ή ένα συναίσθημα («τού στάλαξε το μίσος στην ψυχή του»)2. διαπερνώ σιγά σιγά («μέσα απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς τού φεγγαριού»)3. (για αναμμένο κερί) εκχέω λειωμένη ύλη από τη στεφάνη4. (το παθ.) σταλάζομαι(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σταλαγμένος, -η, -οα) (για υγρά) καθαρισμένος με διήθησηβ) (για ανθρώπους) κάτισχνος, εξασθενημένος6. φρ. «μού στάλαξε βάλσαμο παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε7. παροιμ. «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — κάτι θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, έστω και μικρή, επιτυχίααρχ.φρ. «σταλάττω λέξεις» — λέω μια φράση ή μια λέξη μετά από μακρά σιωπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σταλάσσω / σταλάζω (πρβλ. παλάσσω) είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. στάζω*, σχηματισμένο με υγρό ένθημα -l- (πρβλ. πομφός: πομφό-λ-υξ). Ο τ. σταλάω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς προς διευθέτηση μετρικών αναγκών. Παράλληλος, τέλος, σχηματισμός με παρέκταση -λυγ- μαρτυρείται στους τ. ἀνα-σταλύζω καί στάλυξ].
Dictionary of Greek. 2013.